- μοσκοπουλώ
- και -άωβλ. μοσχοπουλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοσκοπουλώ — μοσκοπούλησα, μοσκοπουλήθηκα, μοσκοπουλημένος, πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή χωρίς να δυσκολευτώ: Μοσκοπούλησε το εμπόρευμα που έφερε από την Ινδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβοπουλώ — και άω 1. πουλώ κάτι σε υψηλή τιμή, πολύ ακριβά, μοσκοπουλώ 2. προσφέρω κάτι έναντι μεγάλου ηθικού ή υλικού τιμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πουλώ] … Dictionary of Greek
μοσχοπουλώ — και άω και μοσκοπουλώ και άω πουλώ κάτι σε πολύ καλή τιμή και εύκολα … Dictionary of Greek